- ψευδαρτάβας
- ὁ, Ακωμική προσωνυμία ατόμου που ισχυριζόταν ότι ήταν Πέρσης, χωρίς να είναι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ψευδαρτάβας — False measure masc nom sg Ψευδαρτάβᾱς , Ψευδαρτάβης masc acc pl (doric) Ψευδαρτάβᾱς , Ψευδαρτάβης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)